- βιβλιόψειρα
- ηκαταστρεπτικό για τα βιβλία έντομο, που τρέφεται με χαρτί, δέρμα ή ξύλο, βιβλιοφάγος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… … Dictionary of Greek
σελιδηφάγος — ον, Α αυτός που κατατρώγει τις σελίδες τών βιβλίων, η βιβλιόψειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελίς, ίδος + φάγος*] … Dictionary of Greek
βιβλιοφάγος — ο 1. έντομο που τρώει τα βιβλία, βιβλιόψειρα. 2. μτφ., αυτός που διαβάζει πολλά βιβλία: Πάντα ήταν, είναι και θα είναι αχόρταγος βιβλιοφάγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)